- τανύζω
- τάνυσα1. τεντώνω, τσιτώνω, καργάρω.2. το μέσ., τανύζομαι και τανιέμαι τανύστηκα, τανυσμένος, τεντώνομαι, τσιτώνομαι: Όταν ξυπνώ το πρωί τανύζομαι.3. σφίγγομαι κατά την αποπάτηση ή γέννα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.