τανύζω

τανύζω
τάνυσα
1. τεντώνω, τσιτώνω, καργάρω.
2. το μέσ., τανύζομαι και τανιέμαι τανύστηκα, τανυσμένος, τεντώνομαι, τσιτώνομαι: Όταν ξυπνώ το πρωί τανύζομαι.
3. σφίγγομαι κατά την αποπάτηση ή γέννα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • τανύζω — Ν βλ. τανύω …   Dictionary of Greek

  • τανύω — ΝΜΑ, και τανύζω και μέσ. τ. τανιέμαι και τανυέμαι ή τανυούμαι Ν 1. εκτείνω, τεντώνω κάτι και κυρίως απλώνω κάτι διάπλατα 2. (κυρίως σχετικά με τόξα, χορδές) τεντώνω κάτι όσο είναι δυνατόν νεοελλ. μέσ. τανύομαι και τανιέμαι και τανυέμαι και… …   Dictionary of Greek

  • εκτανύω — ἐκτανύω (Α) 1. εκτείνω, απλώνω, ξαπλώνω («ὁ δ ὕπτιος ἐξετανύσθη» ξαπλώθηκε ανάσκελα, Ιλ. Η) 2. τεντώνω, εκτείνω, τανύζω 3. επεκτείνω …   Dictionary of Greek

  • τανύζομαι — τανύζομαι, τανύστηκα, τανυσμένος βλ. πίν. 34 Σημειώσεις: τανύζομαι : σπάνια η ενεργητική φωνή (τανύζω, βλ. πίν. 33 ) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • παρατσιτώνω — παρατσίτωσα, παρατσιτώθηκα, παρατσιτωμένος, τεντώνω απ όλες τις πλευρές κάτι πολύ, τανύζω: Το παρατσίτωσε ο τεχνίτης το δέρμα στο τύμπανο κι έσπασε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”